- νεογιλός
- νεογῑλός , νεογιλόςnew-bornmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεογιλός — ή, ό (Α νεογιλός, ή, όν) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.) 2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ… … Dictionary of Greek
νεογιλά — νεογῑλά , νεογιλός new born neut nom/voc/acc pl νεογῑλά̱ , νεογιλός new born fem nom/voc/acc dual νεογῑλά̱ , νεογιλός new born fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογιλής — νεογιλής, ές (Α) ο νεογιλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεογιλός*, κατά τα επίθ. σε ής] … Dictionary of Greek
νεογιλῶν — νεογιλής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) νεογῑλῶν , νεογιλός new born fem gen pl νεογῑλῶν , νεογιλός new born masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογιλόν — νεογῑλόν , νεογιλός new born masc acc sg νεογῑλόν , νεογιλός new born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεογηλής — νεογηλής, ές (Α) ο νεογιλός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφαλμένη γραφή τού νεογιλής] … Dictionary of Greek
νεογιλοῦ — νεογῑλοῦ , νεογιλός new born masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογιλούς — νεογῑλούς , νεογιλός new born masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογιλῆς — νεογιλής masc/fem acc pl (attic epic doric) νεογιλής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) νεογῑλῆς , νεογιλός new born fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)